εύκλητος

εύκλητος
εὔκλητος, -ον (Μ)
άξιος τής προσφωνήσεως, τής επικλήσεως κάποιου, αξίως καλούμενος ή προσφωνούμενος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κλητός (< καλώ), πρβλ. παθ. αόρ. β' ε-κλή-θην].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Εὐκλήτου — Εὔκλητος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Εὔκλητοι — Εὔκλητος masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”